2 διώνυμος, -ον
renombrado
εὐτυχίαPlu.Tim.30,
χῶροςI.BI 5.17, de pers.
στρατηγόςApp.BC 4.54,
ΠρίσκοςGr.Nyss.Eun.1.34,
ΖαχαρίαςAmph.Seleuc.282 (dud., cf. 1 διώνυμος).
• Etimología: Comp. de διά y ὄνομα.
εὐτυχίαPlu.Tim.30,
χῶροςI.BI 5.17, de pers.
στρατηγόςApp.BC 4.54,
ΠρίσκοςGr.Nyss.Eun.1.34,
ΖαχαρίαςAmph.Seleuc.282 (dud., cf. 1 διώνυμος).